- ἄλοκι
- ἄλοξfem dat sgαὖλαξfurrowfem dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄλοκ' — ἄλοκα , ἄλοξ fem acc sg ἄλοκι , ἄλοξ fem dat sg ἄλοκε , ἄλοξ fem nom/voc/acc dual ἄλοκα , αὖλαξ furrow fem acc sg (epic) ἄλοκι , αὖλαξ furrow fem dat sg (epic) ἄλοκε , αὖλαξ furrow fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλοχ' — ἄλοκα , ἄλοξ fem acc sg ἄλοκι , ἄλοξ fem dat sg ἄλοκε , ἄλοξ fem nom/voc/acc dual ἄλοχε , ἄλοχος partner of one s bed fem voc sg ἄλοκα , αὖλαξ furrow fem acc sg (epic) ἄλοκι , αὖλαξ furrow fem dat sg (epic) ἄλοκε , αὖλαξ furrow fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek